- φαιόχρωμος
- -η, -ο, Ναυτός που έχει φαιό χρώμα, σταχτής, γκρίζος.[ΕΤΥΜΟΛ. < φαιός + -χρωμος (< χρώμα), πρβλ. ανοιχτό-χρωμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φαιόχρους — ουν, Ν φαιόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαιός + χρους (< χρώς, τός «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. λευκό χρους. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στο περιοδικό Όμηρος] … Dictionary of Greek